ξεκαλουπώνω*

ξεκαλουπώνω*
αφαιρώ τα καλούπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + καλουπώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεκαλουπώνω — ξεκαλουπώνω, ξεκαλούπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκαλουπώνω — ξεκαλούπωσα, ξεκαλουπώθηκα, ξεκαλουπωμένος, αφαιρώ τα καλούπια (τύπους) της οικοδομής που χτίζεται: Αύριο θα ξεκαλουπώσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκαλούπωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαλουπώνω, η αφαίρεση τών καλουπιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”